Υπάρχουν στιγμές που όλα μέσα μας μοιάζουν να μπλέκονται.
Η σκέψη τρέχει, η καρδιά σφίγγεται και το σώμα μοιάζει σαν να κρατά την ανάσα του.
Εκεί κάπου, ανάμεσα στην εξάντληση και την αναμονή, αναδύεται η ανάγκη για κάτι απλό, σχεδόν πρωτόγονο: να σταματήσουμε.
Να κάνουμε λίγο χώρο για να ακούσουμε.
Όχι απαραίτητα για να βρούμε απαντήσεις. Αλλά για να αφήσουμε τα ερωτήματα να ακουστούν.
Τι είναι αυτό που νιώθεις τώρα; Πόσο συχνά κάνεις αυτή την ερώτηση στον εαυτό σου;
Μπορεί στην αρχή να μη βγαίνει τίποτα καθαρό. Ίσως μόνο ένας κόμπος, ένα βάρος ή μια σιωπή. Αλλά μέσα σε εκείνη τη σιωπή, αν επιμείνεις λίγο, αρχίζει να ξεκαθαρίζει το τοπίο. Μπορεί να αναγνωρίσεις ανησυχία, ίσως πίεση ή αβεβαιότητα. Κι άλλες φορές, μια απρόσμενη γαλήνη — σαν να λέει κάτι μέσα σου “είμαι εδώ”.
Η σύνδεση με το συναίσθημα δεν είναι άσκηση λογικής. Είναι περισσότερο σαν άνοιγμα. Σαν να στρέφεις το βλέμμα σου μέσα σου με περιέργεια, όχι με αυστηρότητα. Κι όταν γράφεις, όταν το βάζεις στο χαρτί, δεν το βαραίνεις· το ελαφραίνεις. Το ονομάζεις, το πλαισιώνεις, του δίνεις υπόσταση.
Και μετά… έρχεται μια άλλη αίσθηση. Μια ηρεμία. Όχι γιατί λύθηκαν όλα, αλλά γιατί κάτι μέσα σου σε άκουσε. Κι αυτό, αρκεί για να μπεις ξανά σε δράση.
Όχι πια τυφλά, αλλά με κατεύθυνση. Κι αυτή η κατεύθυνση γεννά μια αίσθηση πληρότητας. Ότι, ναι, προχωράς. Ότι η μέρα σου έχει νόημα.
Ίσως τελικά, το πιο ουσιαστικό “έργο” της ημέρας δεν είναι όσα κάνεις, αλλά το ότι στάθηκες λίγο με τον εαυτό σου. Και αυτό, δεν είναι ποτέ μικρό.